Thursday, June 7, 2007

Ένα από τα ανέκδοτα του Καβάφη: Ο δεμένος ώμος

Είπε που χτύπησε σε τοίχο ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία νάταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.

Με μία κομμάτι βίαιη κίνηση,
απ'ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κι έτρεξε λίγο αίμα.

Ξανάδεσαν τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως γιατί δεν πονούσε,
και μ'άρεσε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.

Σαν έφυγε ηύρα στην καρέκλα εμπρός,
ένα κουρέλλι ματωμένο απ΄τα πανιά,
κουρέλλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ' ευθείαν
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή -
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.

Wednesday, June 6, 2007

Ένα ποίημα του Καβάφη: ένας γέρος.

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος
με μιάν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μές στων άθλιων γηρατειών τήν καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τά χρόνια
πού είχε καί δύναμι, καί λόγο, κ' εμορφιά.

Ξέρει πού γέρασε πολύ, τό νοιώθει, τό κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σάν χθές. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.

Καί συλλογιέται η Φρόνησις πως τόν εγέλα
καί πως τήν εμπιστευόταν πάντα - τί τρέλλα! -
τήν ψεύτρα πού έλεγε "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό".

Θυμάται ορμές πού βάσταγε, καί πόση
χαρά θυσίαζε. Τήν άμυαλή του γνώσι
καθ' ευκαιρία χαμένη τώρα τήν εμπαίζει.

....Μά απ' το πολύ νά σκέπτεται καί νά θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.